- εκπαιδευτής
- οθηλ. -εύτρια αυτός που κάνει την εκπαίδευση κάποιου, ο δάσκαλος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εκπαιδευτής — ο αυτός που εκπαιδεύει, που αναλαμβάνει την εκπαίδευση τών μαθητών του … Dictionary of Greek
αλείπτης — ἀλείπτης, ο (Α) (θηλ. ἀλείπτρια) 1. αυτός που άλειφε τους αθλητές στα γυμναστήρια με λάδι 2. δάσκαλος τών αθλητών στα «γυμνάσια», γυμναστής, εκπαιδευτής 3. αυτός που παροτρύνει, παρασύρει σε κάτι, που διδάσκει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλείφω. ΠΑΡ.… … Dictionary of Greek
βουαγός — και βουαγόρ και βοαγός, ο (Α) αρχηγός, εκπαιδευτής μιας βούας στην αρχαία Σπάρτη, αγελάρχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < βούα + άγω. Το α τού συνθέτου είναι μακρό. Ο επιγραφικός τ. βοαγός οφείλεται σε μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek
καμπιδούκτωρ — καμπιδούκτωρ, ος, ὁ (AM) (στη Ρώμη και στο Βυζάντιο) στρατιωτικός βαθμοφόρος ή εκπαιδευτής, οπλοδιδάσκαλος τών στρατιωτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. campidoctor «οπλοδιδάσκαλος»] … Dictionary of Greek
παιδοτρίβης — Γυμναστής κατά την αρχαιότητα ο οποίος δίδασκε στους νεότερους γυμναστικές ασκήσεις. Στην αρχή οι γυμναστές ήταν εμπειρικοί μόνο γνώστες των ασκήσεων. Τον 5o αι. π.Χ. κατά τα λεγόμενα του Πλάτωνα, ο Πυθαγόρας ο Σάμιος και ο Ίκκος ο Ταραντίνος… … Dictionary of Greek
υποπαιδοτρίβης — ὁ, Α βοηθός παιδοτρίβη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + παιδοτρίβης «γυμναστής, εκπαιδευτής, παιδαγωγός»] … Dictionary of Greek
φιλοπαιδεύτρια — ἡ, Α αυτή που τής αρέσει να διδάσκει. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + παιδεύτρια, θηλ. τού παιδευτής «παιδαγωγός, εκπαιδευτής» (< παιδεύω)] … Dictionary of Greek
Αϊζενχάουερ, Ντουάιτ Ντέιβιντ — (Dwight David Εisenhower,Ντένισον, Τέξας 1890 – Ουάσινγκτον 1969). Αμερικανός στρατηγός, 34ος πρόεδρος των ΗΠΑ (1952 60). Τρία χρόνια μετά την αποφοίτησή του από τη στρατιωτική ακαδημία Γουέστ Πόιντ τοποθετήθηκε στο Γκέτισμπουργκ (1915) ως… … Dictionary of Greek
Αλεξανδρής, Κωνσταντίνος — (1894 – 1976). Ναύαρχος του ελληνικού πολεμικού ναυτικού. Φοιτητής ακόμα στη Σχολή Δοκίμων, με την έκρηξη του Α’ Βαλκανικού πολέμου, αποσπάστηκε στο ανιχνευτικό πολεμικό σκάφος Λέων, με τον βαθμό του αρχικελευστή. Με το πλοίο αυτό πολέμησε στις… … Dictionary of Greek
Γκαγκάριν, Γιούρι Αλεξέγεβιτς — (Yury Alekseyevich Gagarin, Γκζατσκ1934 – 1968). Σοβιετικός κοσμοναύτης. Ήταν ο πρώτος άνθρωπος που πραγματοποίησε διαστημική πτήση (1961). Σπούδασε αρχικά τεχνικός μεταλλουργίας, ενώ παράλληλα παρακολουθούσε μαθήματα στην αεροπορική λέσχη του… … Dictionary of Greek